ἐχερρημοσύνῃ

ἐχερρημοσύνῃ
ἐχερρημοσύνη
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εχερρημοσύνη — ἐχερρημοσύνη, ἡ (Α) εχεμύθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + ρήμα «λόγος», κατά τα θηλ. σε οσύνη] …   Dictionary of Greek

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”